- εννεαετηρίδα
- [-ίς (-ίδος)] η девятая годовщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… … Dictionary of Greek
εναετία — και ενναετία και εννεατία, η (AM ἐναετία και ἐνναετία και ἐννεαετία) χρονική διάρκεια ή περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίδα … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
εννεατηρικός — ἐννεατηρικός, ή, όν (Α) [εννεαετηρίς] (για αγώνα) αυτός που τελείται κατά την εννεαετηρίδα («ἐννεατηρικός άγών») … Dictionary of Greek